οσφυαλγικός

οσφυαλγικός
-ή, -ό
αυτός που αναφέρεται στην οσφυαλγία.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • οσφυαλγικός — ή, ό [οσφυαλγία] 1. ο σχετικός με την οσφυαλγία 2. ως ουσ. αυτός που πάσχει από οσφυαλγία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”